- συνόρευση
- sınır ortaklığı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
συνόρευση — συνόρευση, η και συνόρεμα, το, ατος το να συνορεύει κάποια χώρα με άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνόρευση — η, Ν το να συνορεύει κανείς με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνορεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συνόρευσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συνορία — και ιων. τ. συνορίη, ἡ, Α [σύνορος] συνόρευση, το να έχει κανείς κοινά σύνορα με κάποιον … Dictionary of Greek
συνόρε(υ)μα — το, Ν [συνορεύω] συνόρευση … Dictionary of Greek
συνόριον — τὸ, Α [σύνορος] συνορία*, συνόρευση … Dictionary of Greek